- λάξευση
- η (Α λάξευσις) [λαξεύω]η ενέργεια τού λαξεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάξευση — η το σκάλισμα, το πελέκημα σε μάρμαρο, πέτρα ή ξύλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… … Dictionary of Greek
αναλάξευση — η [αναλαξεύω] η εκ νέου ή επιμελημένη λάξευση … Dictionary of Greek
γλυφτήρι — και γλυπτήρι, το (Α γλυπτήρ, ο) [γλύφω] εργαλείο για λάξευση, σμίλη … Dictionary of Greek
εντομή — η (Α ἐντομή) εγκοπή, σχισμή, αυλάκωμα νεοελλ. 1. ανατ. ονομασία που δίνεται σε σχισμές ή αύλακες που παρατηρούνται σε διάφορα οστά ή άλλα όργανα 2. κάθε τομή τού φλοιού που αποβλέπει στην ενδυνάμωση τού φυτού («εγκάρσια εντομή», «δακτυλοειδής… … Dictionary of Greek
επικοπίδα — η [επικόπτω] 1. χαλύβδινο εργαλείο που χρησιμοποιείται για το κόψιμο τού σιδήρου 2. οδοντωτό σφυρί τών λιθοξόων για τη λάξευση λίθων ή μαρμάρου, κν. θεραπίνα … Dictionary of Greek
καταξυσμός — καταξυσμός, ὁ (Α) [καταξύω] το πολύ ξύσιμο, σμίλευση, λάξευση, τορνευμένη κατασκευή … Dictionary of Greek
λαξεία — λαξεία, ἡ (Α) [λαξεύω] η λάξευση … Dictionary of Greek
λατύπη — η (Α λατύπη) το απότριμμα τών λίθων που απομένει μετά την πελέκηση ή τη λάξευση, χαλίκι («ἐκ γὰρ τῆς λατύπης σωροί τινες πρὸ τῶν πυραμίδων κεῑνται», Στράβ.) νεοελλ. (πετρογρ.) γωνιώδες αδρομερές τεμαχίδιο που προκύπτει από τη θραύση τών… … Dictionary of Greek
νεόφυτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1.Καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ασκήτεψε στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Μαρτύρησε με ξίφος επί Διοκλητιανού ή Δεκίου. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου. 2. Μόνασε στο Βατοπέδι. Κατά την… … Dictionary of Greek